Τη νύχτα εκείνη που καίγονταν τα Εξάρχεια, με πρόσωπα βγαλμένα από φλαμανδικούς πίνακες με λιγοστούς φωτισμούς σε απαλό κίτρινο χρώμα, με μάτια γάτων που βλέπανε στο σκοτάδι, με τον πόθο και το πάθος της ανατροπής στο αίμα, στην ψυχή, στο μυαλό και στα χέρια, γυρνάγανε οι σκιές μας στα αναχώματα και στα οδοφράγματα που είχαμε στήσει τη μέρα και απωθούσαμε τους οργανωμένους που έρχονταν να τα χαλάσουν... Και κάθε νύχτα καιγότανε η πλατεία με τα μεθύσια, τις ξέφρενες συζητήσεις, τις ασυναρτησίες, τους έρωτες, τις φωνές, τους τσακωμούς, τους ντενεκέδες των σκουπιδιών που κυλάγανε στην κατηφοριά, τα άδεια μπουκάλια που σπάγανε με εκκωφαντικό θόρυβο στους τοίχους των κοιμισμένων πολυκατοικιών, τα εκατό που φτάνανε και κάνανε απειλητικούς κύκλους σαν καρχαρίες γύρω στην πλατεία, κοιτάζοντας προκλητικά κι εκείνοι κι εμείς, ένα παιχνίδι με κλέφτες κι αστυνόμους.
Ήτανε άνοιξη και οι κουβέντες αρχίσανε να γίνονται πάνω στους τοίχους της πλατείας και στους τριγύρω δρόμους. Η μοναξιά και το δάκρυ μπλέκονταν στο παραλήρημα και στο όνειρο το απραγματοποίητο... Και φτιάχνανε σχέδια μοναδικά, όνειρα χρωματισμένα φαντάσματα και γεννιότανε μια γλώσσα ζεστή με μια αμεσότητα που περιείχε την ανάσα του άλλου. Και έτσι γίνηκε η μεγάλη μήτρα που τους μάζεψε όλους. Η παγίδα, η πλάνη, το όνειρο, η πλατεία, ο μύθος. Και γνωριστήκαμε. Και αγαπηθήκαμε. Και γίναμε κάτι πολύ όμορφο, δυνατό, απερίγραπτα σοφό, εκστασιασμένο, σπουδαίο, αδιάντροπο, ερωτικό και σαλέψαμε τα μυαλά των άλλων... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Περιεχόμενα
- Open-up!
- Μια νύχτα στο άσυλο της Ρεμς
- Η λαστιχένια μύτη του Μπάμπη του Σουν
- Το μαγικό λεωφορείο
- Μπλακ Πητ
- Lucanus Cervus
- Μπόρο
- Ο πρίγκιπας του θάμνου
- Αστραφτερά φώτα, μεγάλη πόλη
- Περιπλανώμενοι στην Τοφάνη
- Σ' όλους αυτούς που ξεπήδησαν από το τίποτα και χάνονται στο πουθενά