Τη στρατηγική επιλογή των Βορειοαμερικάνων με την πολιτική των χαμηλών τιμών του αργού πετρελαίου, μια πολιτική που συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο στον Κόλπο (1990-1991), στα πλαίσια της «ενίσχυσης των δεσμών» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους Άραβες συμμάχους τους, περιέγραψε πολύ γλαφυρά ο Τζέϊμς Σλέσινγκερ, υπουργός Ενέργειας στην κυβέρνηση Κάρτερ. Μιλώντας με θέμα «Γεωπολιτικοί μετασχηματισμοί και πορεία του ενεργειακού» κατά τη διάρκεια του ίδιου Συνεδρίου της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας στη Μαδρίτη (20-25 Σεπτέμβριου 1992), ο Σλέσινγκερ ανέφερε ότι «αυτό που συγκράτησε ο αμερικανικός λαός από τον πόλεμο του Περσικού είναι ότι είναι πολύ πιο εύκολο να κλωτσάς στον κώλο τους αραπάδες της Μέσης Ανατολής, παρά να κάνεις θυσίες για να περιορίσεις την εξάρτηση σου από το εισαγόμενο πετρέλαιο».
Σπεύδοντας να διευκρινίσει, αμέσως μετά, ότι «αυτοί που με γνωρίζουν καλά θα καταλάβουν ότι ποτέ δεν θα τολμούσα να χρησιμοποιήσω μια έκφραση σαν κι αυτήν που μόλις είπα, εάν δεν την χρησιμοποιούσαν στα ανώτατα κλιμάκια της κυβέρνησης»!
(…)
Καθώς πλησιάζουμε στο 2000, γίνονται ορατά ορισμένα «αδύνατα» σημεία αυτής της πολιτικής χαμηλών τόνων.
Το πρώτο, με βάση όλες τις εκτιμήσεις για αύξηση της εξάρτησης από τον Περσικό, είναι η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας στην περιοχή αυτή. Αν και στη δεκαετία του 1990 οι Βορειοαμερικάνοι διαθέτουν στρατιωτικές βάσεις και ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις τους σταθμεύουν σε αραβικές χώρες του Κόλπου (Κουβέιτ, Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν) – κάτι που στη δεκαετία του ’70 ήταν αδιανόητο, ενώ στη δεκαετία του ’80 δεν το πέτυχαν παρά τις έντονες και συνεχείς προσπάθειες των κυβερνήσεων Ρήγκαν -, δεν είναι διόλου βέβαιο το κατά πόσο αυτή η στρατιωτική παρουσία σημαίνει και αυτόματη εξασφάλιση της σταθερότητας στην περιοχή.