Απέναντι - Ιστορίες από απόσταση
«Σαν να ζωντάνευε στο μαγέρικο σκηνή θεάτρου και μέσα της πέρναγε όλη η παλιά παράδοση. Ο Παναγής ο Πειραιώτης, ο Τζίμης απ' τις Τζιτζιφιές, ο Λόρδος, ο Ντουμάνης. Οι μάγκες οι παλιοί με τα καμώματά τους και τα γλέντια τους. Λεβέντες, οι πιο πολλοί παράνομοι με δεύτερο σπίτι τη φυλακή» (Από Το Μαγαζί)
«Αρπάζονταν από πάνω της με απόγνωση και το ηλίθιο χαμόγελο του νικημένου. Κι εκείνη τους έδινε μια σπρωξιά. Με μια γρήγορη και αποφασιστική κίνηση τους γκρέμιζε. Για να τους βλέπει ύστερα να σέρνονται, ανίκανοι ακόμα και να τη μισήσουν, παραδομένοι σ' έναν ρόλο βουβής θυσίας τόσο κακόγουστο. Ρουφούσε από πάνω τους τη ζωή, τα λεφτά που τους έπαιρνε ήταν το λιγότερο» (Από τη Femme Fatale)
«Πού είναι ο φίλος μου, ρε πρεζάκια; Θέλω το φίλο μου» και ταρακουνούσε τον Μανώλη από τους ώμους ανάμεσα σε λυγμούς και βρισιές... Ο Μανώλης, που είχε ανάψει κι αυτός, καθώς τον κρατάγανε ούρλιαξε προς τον Μιχάλη: «Ναι, ρε, εγώ είμαι πρεζάκιας! Εσύ τι είσαι;» (Από το Επεισόδιο)
«Όταν ο δείκτης ξεπέρασε τα 100 κι η μηχανή έτρεμε ολόκληρη, έσφιξε τα πόδια του, πιέζοντας εκεί που συναντούσαν το ρεζερβουάρ. Τα έσφιγγε ώσπου τον πόνεσαν, νιώθοντας το δέρμα του να σμίγει με τη μεταλλική σάρκα της και να μοιράζεται το τρέμουλο συμμετέχοντας στη μηχανική της αγωνία» (Από Το Ατύχημα)